ἀνακλιντήριον

Revision as of 09:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

English (LSJ)

τό,

   A head-rest of a couch, Erot. s.v. ἀνακλισμοῦ:—also ἀνάκλιν-τρον, τό, Poll.6.9; condemned by Phryn.130.

German (Pape)

[Seite 192] τό, = ἀνάκλιντρον, τό, Lehnstuhl, Poll., s. ἐπίκλιντρον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακλιντήριον: τό, ἀνάκλιντρον, Ἐρωτιαν. σ. 88, Ἡσύχ.: ὡσαύτως καὶ ἀνάκλιντρον, τό, «τὸ δὲ καλούμενον ἀνάκλιντρον ἐπίκλιντρον Ἀριστοφάνης ἔφη» Πολυδ. ςϳ, 9.