προσπαρακαλέω

Revision as of 09:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

English (LSJ)

   A call in besides, invite, τοὺς ξυμμάχους Th.1.67, cf. 2.68, 8.98, Luc.Pseudol.2.    2 exhort besides, τινὰς εἶναι ἑτοίμους Plb.3.64.11; Νίκωνα περὶ τῆς λογείας PTeb.58.54 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 776] (s. καλέω), noch dazu rufen, ermuntern, Thuc. 1, 67; med., 2, 68; Sp., wie Pol. 3, 64, 11, Luc. Pseudol. 2.

Greek (Liddell-Scott)

προσπαρακαλέω: μέλλ. -έσω, προσκαλῶ προσέτι, τοὺς ξυμμάχους, κτλ., Θουκ. 1. 67., 2. 68., 8. 98. 2) παραγγέλλω προσέτι, τινα εἶναι ἑτοῖμον Πολύβ. 3. 64, 11, πρβλ. Λουκ. Ψευδολογ. 2.