ον, (ἀφείργω)
A shut out from, A.Ch.446 (lyr.).
[Seite 408] ausgeschlossen, μυχοῦ Aesch. Ch. 440.
ἄφερκτος: -ον, (ἀπέργω) ἀποκεκλεισμένος, μυχοῦ δ’ ἄφερκτος Αἰσχύλ. Χο. 446, πρβλ. μυχὸς 2.