ἄφερκτος
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
ἄφερκτον, (ἀφείργω) shut out from, A.Ch.446 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
recluido c. dat. μυχῷ en lo más recóndito del palacio, A.Ch.446.
German (Pape)
[Seite 408] ausgeschlossen, μυχοῦ Aesch. Ch. 440.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
exclu de, gén..
Étymologie: adj. verb. de ἀφείργω.
Russian (Dvoretsky)
ἄφερκτος: выброшенный, исключенный (μυχοῦ Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄφερκτος: -ον, (ἀπέργω) ἀποκεκλεισμένος, μυχοῦ δ’ ἄφερκτος Αἰσχύλ. Χο. 446, πρβλ. μυχὸς 2.
Greek Monolingual
ἄφερκτος, -ον (Α)
αποκλεισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + είργω «εγκλείω, αποκλείω, εμποδίζω, κωλύω» (πρβλ. άερκτος)].
Greek Monotonic
ἄφερκτος: -ον (ἀπ-είργω), αποκλεισμένος από ένα μέρος, σε Αισχύλ.