ἐπικρῆσαι
English (LSJ)
A v. ἐπικεράννυμι.
German (Pape)
[Seite 953] ep. aor. zu ἐπικεράννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικρῆσαι: ἴδε ἐν λ. ἐπικεράννυμι.
A v. ἐπικεράννυμι.
[Seite 953] ep. aor. zu ἐπικεράννυμι.
ἐπικρῆσαι: ἴδε ἐν λ. ἐπικεράννυμι.