διακηρύσσω
English (LSJ)
A proclaim by herald, ἐν διακεκηρυγμένοις in declared war, Plu.Arat.10: metaph., ἀσεβὲς εἶναι . . Phld.Herc.862.12. 2 Med., = διακηρυκεύομαι, D.S.18.7. 3 sell by auction, τὴν οἰκίαν Philostr.VS2.21.1 (Pass.); τὴν οὐσίαν Plu.Cic.33. 4 celebrate, ἡ παροιμία δ. τινά Iamb.VP6.30.
Greek (Liddell-Scott)
διακηρύσσω: μέλλ. -ξω, διὰ κήρυκος ποιῶ γνωστόν, ἐν διακεκηρυγμένοις, εἰς κεκηρυγμένον πόλεμον, Πλούτ. Ἀράτ. 10. ― Μέσ. = τῷ προηγ. Ι, Διόδ. 18. 7. 2) πωλῶ ἐν δημοπρασίᾳ, τὴν οἰκίαν Φιλόστρ. 603· τὴν οὐσίαν Πλούτ. Κικ. 33.