διακηρυκεύομαι
English (LSJ)
negotiate by herald, πρός τινας Th.4.38.
Spanish (DGE)
entablar negociaciones mediante heraldo, parlamentar c. constr. prep. πρὸς τοὺς ... Λακεδαιμονίους Th.4.38, cf. D.S.16.50, περὶ τούτων Hld.8.1.3, abs., D.S.17.25, διαπρεσβευόμενοι δὲ καὶ διακηρυκευόμενοι συνηλλάγησαν D.C.78.27.1.
German (Pape)
[Seite 581] durch einen Herold mit dem Feinde um Waffenstillstand od. Frieden unterhandeln, διακηρυκεύσασθαι πρός τινα, Thuc. 4, 38; – Sp. auch act.
French (Bailly abrégé)
envoyer un héraut, càd un parlementaire.
Étymologie: διά, κηρυκεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακηρυκεύομαι [διά, κηρυκεύω] onderhandelen via een heraut.
Russian (Dvoretsky)
διακηρῡκεύομαι: вести переговоры через глашатая (πρός τινα Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
διακηρῡκεύομαι: ἀποθ., διὰ κήρυκος ἔρχομαι εἰς διαπραγματεύσεις, πρός τινα Θουκ. 4. 28. ΙΙ. παρὰ Βυζ. συγγραφ. ἔν τε τῷ μέσ. καὶ παθ. = τῷ ἑπομ.
Greek Monolingual
διακηρυκεύομαι (AM)
διαπραγματεύομαι με τη βοήθεια κήρυκα
μσν.
διακηρυκεύομαι και διακηρυκεύω
διακηρύσσω.
Greek Monotonic
διακηρῡκεύομαι: αποθ., διαπραγματεύομαι μέσω, με τη βοήθεια κήρυκα, έρχομαι σε διαπραγματεύσεις, πρός τινα, σε Θουκ.
Middle Liddell
Dep. to negotiate by herald, πρός τινα Thuc.
Lexicon Thucydideum
per caduceatorem agere, to negotiate through a herald, 4.38.2.