ἀσυγκίνητος

Revision as of 09:41, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

[ῑ], ον,

   A without agitation, Antyll. ap. Orib.6.21.16.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυγκίνητος: -ον, ὁ μὴ προξενῶν συγκίνησιν, οἱ δὲ ἐν λειμῶνι (περίπατοι) προσηνέστατοι καὶ ἀσυγκινητότατοι (ἔνθακῶδιξ ἔχει ἀσυγκινώτατοι) Ἄντυλλ. ἐν Matthaei Med. σ. 109, 8.