ἀκιδωτός
English (LSJ)
ή, όν, = foreg., Paul.Aeg.6.88, Poll.1.97, 10.133, Hsch. ἀκῐδ-ωτός, ὁ, = παρωνυχία, Ps.-Dsc.4.54: ἀκιδωτόν, τό,
A = σέλινον ἄγριον, Id.2.175; = ποτίρριον, Dsc.3.15.
German (Pape)
[Seite 73] zugespitzt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκῐδωτός: -ή, -όν, = τῷ προηγ., Πολυδ. 1. 97., 10.133, Α. Β. 331, Ἡσυχ. II. τὸ ἀκ., φυτόν, = ποτήριον, ΙΙ, Διοσκ. 3.15.