κόρευμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A = κορεία (B), maidenhood, E.Alc.178 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1486] τό, die Jungfrauschaft, Eur. Alc. 175.
ατος, τό,
A = κορεία (B), maidenhood, E.Alc.178 (pl.).
[Seite 1486] τό, die Jungfrauschaft, Eur. Alc. 175.