Pass.,
A to be made quite lame, Hp.Aër.22, Th.7.27, Paus.10.1.3.
ἀποχωλόομαι: παθ., γίνομαι ἐντελῶς χωλός, Ἱππ. π. Ἀέρ. 293, Θουκ. 7. 27.