(v.l. ἐξαμβλ-ώττω),
A = ἐξαμβλόω, Dsc.2.164.
[Seite 867] = ἐξαμβλόω 2), Diosc.
ἐξαμβλώσκω: ἐξαμβλόω, Διοσκ. 2. 196· ἐξαμβλώττω, αὐτόθι 194.