ἐξαμβλόω

From LSJ

πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαμβλόω Medium diacritics: ἐξαμβλόω Low diacritics: εξαμβλόω Capitals: ΕΞΑΜΒΛΟΩ
Transliteration A: examblóō Transliteration B: exambloō Transliteration C: eksamvloo Beta Code: e)camblo/w

English (LSJ)

(ἐξαναβλόω is dub. in Hsch.), aor.2 inf. ἐξαμβλῶναι prob.
A f.l. for ἐξαμβλῶσαι in Them.Or.2.33b:—make to miscarry, νηδὺν ἐξαμβλοῦμεν E.Andr.356:—Pass., of the foetus, miscarry, βρέφος ἐξαμβλωθέν Apollod.3.4.3: metaph., αὕτη ἡ ἐλπὶς ἐξήμβλωτο αὐτῇ Ael.Fr.57.
2 make abortive: metaph., φροντίδ' ἐξήμβλωκας you have made a notion miscarry, Ar.Nu.137; to which Strepsiades retorts, εἰπέ μοι τὸ πρᾶγμα τοὐξημβλωμένον tell me the thing which has been made to miscarry, tell me your abortive thought, ib.139, cf. Pl.Tht.150e; ἐ. θείας γονάς Ph.1.219:—Pass., ὁ πυρὸς ἐξαμβλούμενος Thphr. CP 4.5.3; σώματος ἰσχὺς ἐξαμβλοῦται Plu. 2.2e.
II intr., prove abortive, Ael.NA2.25: impers., ἐξαμβλοῖ = a miscarriage follows, Arist.HA577b6.

Spanish (DGE)

1 tr. hacer abortar νηδὺν ἐξαμβλοῦμεν E.Andr.356, cf. Phryn.179
en v. pas., del feto ser abortado διαφθείρεται καὶ ἐξαμβλοῦται Hp.Nat.Mul.35, cf. Apollod.3.4.3, p. ext. del trigo ὁ πυρὸς ἐξαμβλούμενος Thphr.CP 4.5.3
de abstr., fig. hacer abortar, malograr, echar a perder φροντίδ' ἐξήμβλωκας ἐξηυρημένην has hecho abortar una idea apenas encontrada Ar.Nu.137, cf. Pl.Tht.150e, γονὰς θείας ... ἐξήμβλωσε Ph.1.219, ἐάσατε οὖν με ... ἐξενεγκεῖν αὐτὸ εἰς φῶς ... μᾶλλον ἢ ἐξαμβλῶναι dejadme, pues, que lo saque a la luz antes de echarlo a perder Them.Or.2.33b, en v. pas. εἰπέ μοι τὸ πρᾶγμα τοὐξημβλωμένον Ar.Nu.139.
2 intr. c. suj. mujer o hembras anim. abortar, sufrir un aborto ἂν μὲν ἐξαμβλώσῃ ἡ γυνή I.AI 4.278, cf. Diodor.T.Ex.M.33.1584A, ὅταν δ' ἵππος ὀχεύσῃ ὄνον ... πολὺ μᾶλλον ἐξαμβλοῖ Arist.HA 577b6, cf. Ael.NA 13.27
fig. c. suj. abstr. fem.
en v. med. malograrse οὐκ ἐξήμβλωτό οἱ ἡ ἐλπίς Ael.Fr.109, σώματος ἰσχὺς οὐκ ἐξαμβλοῦται ... δι' ἀμέλειαν el vigor del cuerpo no se debilita por negligencia Plu.2.2e, αὐτοῖς ἐξαμβλώσῃ ἡ σπουδή Ael.NA 2.25.

German (Pape)

[Seite 867] 1) dasselbe, τὰ λοιπὰ ἐξήμβλωσαν Plat. Theaet. 150 e; Arist. u. Sp. – 2) εἰ σὴν παῖδα φαρμακεύομεν καὶ νηδὺν ἐξαμβλοῦμεν Eur. Andr. 356, wenn wir machen, daß der Mutterleib eine Fehlgeburt thut; übertr. komisch, φροντίδ' ἐξήμβλωκας ἐξηυρημένην Ar. Nubb. 137, machen, daß aus der aufgefundenen Idee eine Fehlgeburt wird, wie 140 τὸ πρᾶγμα τοὐξημβλωμένον, das fehlgeborne Ding; vgl. ἰσχὺς ἀμβλοῦται, wird abgestumpft, Plut. educ. puer. 4 M. – 3) fehlschlagen, ἐξήμβλωτο ἡ ἐλπίς Ael. bei Suid.

French (Bailly abrégé)

f. ἐξαμβλώσω, ao. ἐξήμβλωσα, pf. ἐξήμβλωκα;
I. tr. 1 rejeter par avortement;
2 faire avorter ; fig. σώματος ἰσχὺς ἐξαμβλοῦται PLUT la force du corps est émoussée;
II. intr. avorter.
Étymologie: ἐξ, ἀμβλόω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαμβλόω:
1 досл. приводить к выкидышу, перен. делать бесплодным (νηδύν Eur.): φροντιδ᾽ ἐξήμβλωκας ἐξευρημένην - Ἀλλ᾽ εἰπέ μοι τὸ πρᾶγμα τοὐξημβλωμένον Arph. ты прервал нить (моей) мысли. - Но что это, скажи мне, за прерванная штука?; pass. становиться бесплодным (ἰσχὺς ἐξαμβλοῦται διὰ καχεξίαν Plut.);
2 разрешаться от бремени выкидышем, выкидывать (τι Plat.): ἐξαμβλοῖ impers. Arst. происходит выкидыш.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαμβλόω: κάμνω νὰ πάθῃ ἔκτρωσιν, εἰ σὴν παῖδα φαρμακεύομεν καὶ νηδὺν ἐξαμβλοῦμεν Εὐρ. Ἀνδρ. 356· ἐν τῷ παθ., οὐκ ἐξήμβλωτό σὶ ἡ ἐλπίς, οὐκ ἀτελὴς ἐγένετο, Αἰλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει ἐξήμβλωκας. 2) μεταφ., φροντίδ’ ἐξήμβλωκας «ἀτελῆ ἐποίησας» (Σουΐδ. ἐν λέξει), Ἀριστοφ. Νεφ. 137· πρὸς ὃ ὁ Στρεψιάδης ἀπαντᾷ, εἰπέ μοι τὸ πρᾶγμα τοὐξημβλωμένον, «τὸ παραπολωλὸς καὶ διεφθαρμένον» (Σουΐδ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 139, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 150Ε· οὕτω περὶ σίτου, ὁ δὲ πυρὸς εἰς τίφην οὐ μεταβάλλει καὶ ζειὰν ἐξαμβλούμενος Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 5, 3· ἰσχὺς ἐξαμβλοῦται Πλούτ. 2, 2F. ΙΙ. ἀμεταβ., καθίσταμαι ἀνωφελής, μάταιος, ματαιοῦμαι, Αἰλ. π. Ζ. 2. 25· ἀπροσ., ἐξαμβλοῖ, ἀκολουθεῖ ἀποβολή, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 23, 5.

Greek Monotonic

ἐξαμβλόω: μέλ. -ώσω,
1. αποβάλλω, σε Ευρ.
2. αποτυγχάνω, ναυαγώ, καθιστώ ανεπιτυχές, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. ώσω
1. to make to miscarry, Eur.
2. to make abortive, Ar.

Translations

abort

Arabic: يُجْهِض; Egyptian Arabic: يجهض, يسقط; Armenian: վիժել; Bulgarian: помятам, абортирам; Burmese: ကိုယ်ဝန်ပျက်, သားပျက်, သားလျှော, ဇီးလျှော; Catalan: avortar; Chinese Mandarin: 流產/流产, 小產/小产, 墮胎/堕胎; Czech: potratit; Dutch: miskraam hebben, voortijdig bevallen; Esperanto: aborti; Finnish: saada keskenmeno; French: faire une fausse couche; Ancient Greek: ἀμβλώω, ἀμβλώσκω, ἀμβλύσκω, διαμβλώττω, ἀμβλισκάνω, ἐνδιαφθείρω, ἐξαμβλώσκω, ἐκτρώσκω, ἐκτιτρώσκω, ἀποφθείρω, διαφθείρω, ἐξαμβλίσκω, ἀμβλίσκω, ἀμβλόω, ἐξαμβλόω, ἀπαμβλίσκω; Hebrew: הִפִּיל; Ido: abortar; Italian: abortire, fallire; Japanese: 流産する; Latin: aborior; Norwegian Bokmål: abortere, spontanabortere; Portuguese: abortar, perder; Serbo-Croatian: pobaciti; Spanish: abortar; Swahili: -avya mimba; Swedish: få missfall; Telugu: గర్భస్రావం, గర్భ విచ్ఛిత్తి, గర్భపాతం, గర్భోత్పాటనం; Thai: แท้ง; Urdu: حمل ضائع کرنا, حمل اسقاط کرنا, حمل گرانا, پیٹ گرانا, اخراج جنین کرنا, حمل ساقط کرنا