παιδος, ὁ, ἡ,
A childless, found in neut. pl., λέχη λιπόπαιδα Man.4.584.
[Seite 52] -παιδος, von Kindern verlassen, kinderlos, λέχη, Han. 4, 586.
λῐπόπαις: παιδος, ὁ, ἡ, ἄπαις, μετ’ οὐδ. πληθ. λέχη, λιπόπαιδα Μανέθων 4. 585· πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 264.