λιπόπαις

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπόπαις Medium diacritics: λιπόπαις Low diacritics: λιπόπαις Capitals: ΛΙΠΟΠΑΙΣ
Transliteration A: lipópais Transliteration B: lipopais Transliteration C: lipopais Beta Code: lipo/pais

English (LSJ)

παιδος, ὁ, ἡ, childless, found in neut. pl., λέχη λιπόπαιδα Man.4.584.

German (Pape)

[Seite 52] -παιδος, von Kindern verlassen, kinderlos, λέχη, Han. 4, 586.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπόπαις: παιδος, ὁ, ἡ, ἄπαις, μετ’ οὐδ. πληθ. λέχη, λιπόπαιδα Μανέθων 4. 585· πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 264.

Greek Monolingual

λιπόπαις, -παιδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που εγκαταλείφθηκε από τα παιδιά του ή αυτός που δεν έχει παιδιά, άτεκνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + παῖς, παιδός].