διαπετής
English (LSJ)
ές,
A spread out, unfolded, open, Hp.Cord.10.
German (Pape)
[Seite 595] ές, ausgebreitet, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
διαπετής: -ές, ἀναπεπταμένος, διηπλωμένος, ἀνοικτός, ἐκ τοῦ Ἱππ. ὁκοῖον ἀράχναι διαπετέες.
ές,
A spread out, unfolded, open, Hp.Cord.10.
[Seite 595] ές, ausgebreitet, Hippocr.
διαπετής: -ές, ἀναπεπταμένος, διηπλωμένος, ἀνοικτός, ἐκ τοῦ Ἱππ. ὁκοῖον ἀράχναι διαπετέες.