δυσπρόσδεκτος

Revision as of 09:44, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

English (LSJ)

ον,

   A hardly admitted, disagreeable, Plu.2.39d.    II Act., disinclined to entertain, διαβολῆς M.Ant.1.5.

German (Pape)

[Seite 688] 1) schwer annehmend, glaubend, τινός, M. Anton. 1, 5. – 2) schwer anzunehmen, lästig, Plut., καὶ ἀηδής audit. 4, καὶ λυπηρός de virt. et vit. A (p. 312).

Greek (Liddell-Scott)

δυσπρόσδεκτος: -ον, δυσκόλως γινόμενος ἀποδεκτός, δυσάρεστος, Πλούτ. 2. 39D. ΙΙ. ἐνεργ., δυσκόλως ἀποδεχόμενός τι, Μ. Ἀντων. 1. 5.