φιλογαθής
English (LSJ)
ές, Dor. for φιλογηθής (q. v.).
German (Pape)
[Seite 1278] ές, dor. statt φιλογηθής, Aesch. Spt. 901.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλογᾱθής: -ές, Δωρικ. ἀντὶ φιλογηθής, γόος δαϊόφρων, οὐ φιλογαθὴς Αἰσχύλ. Θήβ. 918.
ές, Dor. for φιλογηθής (q. v.).
[Seite 1278] ές, dor. statt φιλογηθής, Aesch. Spt. 901.
φῐλογᾱθής: -ές, Δωρικ. ἀντὶ φιλογηθής, γόος δαϊόφρων, οὐ φιλογαθὴς Αἰσχύλ. Θήβ. 918.