γόος
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
English (LSJ)
ὁ, weeping, wailing, lamentation, σχέθε δ' ὄσσε γόοιο Od.4.758; also of louder signs of grief, ib.103; ἐρικλάγκταν γόον Pi.P.12.21; ἀρίδακρυς γόος, πολύδακρυς γόος, A.Pers.949 (lyr.), Ch.449 (lyr.); γόους δακρύειν = weep with groans S.Aj.579; οἰκτρᾶς γ. ὄρνιθος, of the nightingale, ib.629 (lyr.); γόος τινός grief for one, Q.S.3.644; so γόους πρὸς αὐτὴν [τούτων] θησόμεσθ', ἃ πάσχομεν we will lament for our sufferings, E.Or.1121: in late Prose, LXX 3 Ma.1.18 (pl.), al.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Morfología: [ép. gen. -οιο Il.18.316]
1 lamento, planto ritual fúnebre τοῖσι ... Πηλεΐδης ... ἐξῆρχε γόοιο por Patroclo Il.l.c., cf. 22.430, 23.17, 24.747, τῇσι δ' ἔπειθ' Ἑλένη τριτάτη ἐξῆρχε γόοιο Il.24.761, γ. καὶ κήδεα Il.5.156, h.Cer.249, γ. καὶ πένθος Il.17.37, οὐ ... λήξω θρήνων στυγερῶν τε γόων S.El.104, cf. 353, 379, 870, A.R.3.708, γόων ... μνᾶστις Simon.26.3, ὦρσεν ... ἐκ Δαναῶν γόον Pi.P.3.104, cf. 12.21, ἴτω γ. A.Th.964, cf. 657, 917, para evocar al muerto o aplacar a los dioses infernales ψυχαγωγοῖς ... γόοις A.Pers.687, cf. S.El.291, OT 30, E.Andr.1198, contrario a cantos y manifestaciones de alegría ὑμεναίων γ. ἀντίπαλος E.Alc.922, cf. IKios 102.6 (I a.C.), τίς ἂν ἢ γ. ἢ μέλος E.Fr.1.4.6 Bond, γ. αἴλινος ITarraco 684.1 (III d.C.), λοιβῆς καὶ θυέων ἄξιον, οὐχὶ γόων IUrb.Rom.1148.10, cf. 1379.3.
2 lamento, sollozo individual y por diferentes motivos γόου ἵμερον ὦρσε Il.23.14, πᾶσιν ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο Il.23.108, 153, acompañado de lágrimas y otras manifestaciones de duelo τῆς δ' εὔνησε γόον, σχέθε δ' ὄσσε γόοιο calmó la pena de ésta, contuvo a sus ojos de llorar por la marcha de Telémaco Od.4.758, κλαυθμοῖο γόοιο τε Od.21.228, γ. ἀρίδακρυς A.Pers.947, cf. Ch.449, S.Ai.579, E.IT 832, Or.204, IUrb.Rom.1366.7, γόον εὔνασον deja de lamentarte de Hermíone por la huida de su madre Helena, Colluth.336, del llanto de las Helíades, A.R.4.605, cf. 624, 750
•c. dif. calif. ὣς ἔφατο κλαίουσα, γόον δ' ἀλίαστον ὄρινε Il.24.760, γόους ἀνωφελεῖς A.Pr.33, γόων ... οὐκ ἀσήμονες φθόγγοι S.OC 1668, cf. Emp.B 154a, γοεροῖο γόοιο Call.Fr.323, cf. A.R.1.275, LXX 3Ma.1.18, 4.3, en inscr. funerarias ματρὶ λέλοιπε γόον ISmyrna 552.6 (I d.C.)
•comportando necesaria purificación y relajación γόοιο μὲν ἔστι καὶ ἆσαι Il.23.157, ἐπεί κ' ὀλοοῖο τεταρπώμεσθα γόοιο Il.23.10, cf. Od.11.212, 19.213, S.OC 1622, γόου κόρον E.Fr.118.4, Hel.321
•c. gen. obj. lamento por τῷ δ' ἄρα πατρὸς ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο y suscitó en él deseo de llorar por su padre, Il.24.507, Od.4.113, πατέρων ... γ. ἔνδικος A.Ch.330, pero subjet. κλύων γόον ματρός escuchando el lamento de tu madre E.El.1211
•c. constr. prep. γόους πρὸς αὐτὴν ... θησόμεσθ' E.Or.1121
•del canto del ruiseñor interpr. como un lamento θρηνεῖ δὲ γόον τὸν ἀηδόνιον A.Fr.291, cf. S.Ai.629, Luc.Trag.53.
• Etimología: De γόϝος de la r. *geHu̯3-, en grado P, y -ou, cf. aaa. gikewen ‘llamar’, lituan. gaũsti ‘sonar sordamente’, etc.
German (Pape)
[Seite 502] ὁ, Klage, lautes Wehklagen u. Weinen, bes. um Verstorbene, Todtenklage; Hom. oft, z. B. Iliad. 18, 51 Odyss. 4, 102. 103; im plural. Odyss. 1, 242 ἐμοὶ δ' ὀδύνας τε γόους τε κάλλιπεν. Pind. P. 3, 103. 12, 101 u. Tragg.; γόους θησόμεσθ' ἅ πάσχομεν, Klagen erheben über das, was wir leiden, Eur. Or. 1119.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
gémissement, lamentation, plainte ; γόους δακρύειν SOPH gémir en pleurant ; γόος τινός, gémissement sur le sort de qqn.
Étymologie: R. Γο p. ΓοϜ, faire résonner.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γόος -ου, ὁ poët. gehuil, gejammer, klacht, spec. dodenklacht.
Russian (Dvoretsky)
γόος: ὁ тж. pl. рыдания, стоны, причитания, вопли Hom., Pind., Trag.: γόους δακρύειν Soph. горько рыдать; γόους θέσθαι τι Eur. зарыдать о чем-л.
Middle Liddell
weeping, wailing, groaning, howling, mourning, lamentation, Hom., Trag.
English (Autenrieth)
wailing, lamentation; γόον δ' ὠίετο θῦμός, ‘his soul was engrossed with woe,’ he was ready to burst into wailing, Od. 10.248.
English (Slater)
γόος
1 lamentation ὦρσεν πυρὶ καιόμενος ἐκ Δαναῶν γόον (sc. Ἀχιλλεύς) (P. 3.103) ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον (P. 12.21) cf. (P. 12.7)
Greek Monolingual
ο (AM γόος)
θρήνος, βόγγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γοώ].
Greek (Liddell-Scott)
γόος: ὁ, πᾶν ἐξωτερικὸν σημεῖον θλίψεως: κλαυθμός, θρῆνος, στεναγμός, κραυγή, πένθος, ὀλολυγμός· παρ᾿ Ὁμ. ἔτι καὶ ἐπὶ δακρύων, π. χ. σχέθε δ᾿ ὄσσε γόοιο Ὀδ. Δ. 758· οἷον ἐπὶ μεγαλοφωνοτέρων σημείων θλίψεως, αὐτ. 103· ἐρικλάγκταν γόον Πίνδ. ΙΙ. 12. 37· ἀρίδακρυς γ., πολύδακρυς γ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 947, Χο. 449· γόους δακρύειν Σοφ. Αἴ. 579· οἰκτρᾶς γ. ὄρνιθος, τῆς ἀηδόνος· αὐτ. 628·― γ. τινός, θρῆνος ἢ λύπη διά τινα, Κόϊντ. Σμυρ. 3. 644· οὕτω, γόους [τούτων] θησόμεσθ᾿, ἅ πάσχομεν, τῶν παθημάτων μας, τῶν συμφορῶν μας, Εὐρ. Ὀρ. 1121. (Ἐντεῦθεν γοάω. Ἴσως √ΓΟ καὶ √ΒΟ εἰσὶ συγγενεῖς· ἴδε ἐν Β β. Ι.)
Mantoulidis Etymological
(=θρῆνος, στεναγμός). Ἀπό σανσκριτική ρίζα gu=ἠχεῖν. Ἀπό ἐδῶ παράγεται τό γοάω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Frisk Etymology German
γόος: {góos}
See also: s. γοάω.
Page 1,321
Frisk Etymological English
See also: s. γοάω.