ἐριθάκη

Revision as of 09:44, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ἡ,

   A bee-bread, Arist.HA554a17, 627a22, Varr.RR3.16, Plin. HN11.17.    2 soft parts of crustaceans, entrails of pigs, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1028] ἡ, das sogenannte Bienenbrot, Arist. H. A. 5, 22. 9, 40; Bienenharz, Varr. R. R. 3, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριθάκη: ἡ, ἡ τροφὴ τῶν μελισσῶν, ἣν πλὴν τοῦ μέλιτος παρασκευάζουσι πρὸς ἰδίαν χρῆσιν· εἶναι δὲ στερεωτέρα τοῦ μέλιτος καὶ οὐχὶ ὅσον αὐτὸ ῥευστή· δὲν πρέπει δὲ νὰ συγχέηται πρὸς τὴν κηρήθραν, ἥτις ὠνομάζετο παρὰ τοῖς ἀρχαίοις μελίκηρον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 9, πρβλ. 9. 40· ἡ ἐριθάκη καλεῖται προσέτι κήρινθος καὶ σανδαράχη. - Πρβλ. Ἡσύχ.