A cause to descend, θεὸς ἐ. νόσον τισί J.AJ 2.14.6. II intr., supervene, attack, -σκηπτούσης τῆς φλεγμονῆς Cass.Pr.30, cf. Phlp.inde An.339.5.
ἐναποσκήπτω: ἀποσκήπτω ἔν τινι, ἐνσκήπτω, ἐμπίπτω. Ὠριγέν. 3. σ. 474, Κασσ. Προβλ. 30.