ἐνσκήπτω
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
English (LSJ)
Ep. ἐνισκήπτω,
A hurl, dart in or upon, ὁ θεὸς ἐνέσκηψε βέλος [ἐς οἰκίην] the god darted his lightning on it, Hdt.4.79; τούτων ἐκγόνοισι ἐνέσκηψε ἡ θεὸς.. νοῦσον Id.1.105; ἐνισκ. ἰόν v.l. in Nic. Th. 140, cf. 336 (v. ἐνσκίμπτω).
II intr., fall in or on, ἐνέσκηψαν οἱ λίθοι ἐς τὸ τέμενος Hdt.8.39; ἐν οἷς ἂν [δένδροις] ἐνσκήψῃ ἡ ἶρις Arist.Pr.906b24; κεραυνὸς ἐνσκήψας εἰς τὸν βωμόν Plu.Aem.24; τινί Ael.NA14.27; ὁκόσα κύστι καὶ νεφροῖσι ἐνσκήπτει Aret.SD2.2; εἰς κεφαλήν D.C.53.29: abs., Ruf.Fr.118; of love, εἴς τινα Alciphr.1.13.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poét. ἐνισκ- Nic.Th.724
1 tr. c. suj. animado hacer caer sobre, lanzar en o sobre c. compl. prep. de direcc. ἐς ταύτην (οἰκίην) ὁ θεὸς ἐνέσκηψε βέλος de un rayo, Hdt.4.79
•fig., ref. males, c. dat. animado o compl. prep. τοῖσι ... ἐκγόνοισι ἐνέσκηψε ἡ θεὸς ... νοῦσον Hdt.1.105, cf. I.BI 1.81, AI 7.321, ἀετοὶ ... ἐκείνῳ τε τὸ κακὸν ... ἐνέσκηπτον D.C.43.35.4, ἀκούω ... βλάσφημόν τινα ὑπόνοιαν ἐπ' αὐτὴν ἐνσκήπτειν oigo que algún blasfemo deja caer una sospecha hacia la misma (la virginidad de María), Epiph.Const.Haer.78.5.5.
2 intr., gener. c. suj. abstr. o inanimado precipitarse, abatirse sobre, caer en, sobrevenir gener. c. compl. local o de direcc. λίθοι ... ἐς τὸ (τέμενος) ἐνέσκηψαν Hdt.8.39, (τόποι) ἐν οἷς ἂν ἐνσκήψῃ ἡ ἶρις Arist.Pr.906b24, κεραυνὸς ἐνσκήψας εἰς τὸν βωμόν Plu.Aem.24, ὕδρου ἐνσκήψαντος αὐτῷ ἐς τὸν πόδα Philostr.Her.36.16, στρατὸν ἐπαγόμενος ἐνσκήπτει τῇ χώρᾳ Lyd.Mag.3.58, fig. σπινθὴρ ἐνσκήψας ... τῇ ψυχῇ Gr.Thaum.Pan.Or.6.67
•frec. de males o acontecimientos neg. μάλκη ἐνισκήπτουσα sobreviniéndole un adormecimiento por la picadura de una araña, Nic.l.c., πάθος ... εἴωθεν ἐνσκήπτειν Ruf.Fr.118.4, εἰς τὰς πόλεις ... φθόρος λοιμικὸς ἐνέσκηψεν D.H.7.12, νόσημα ... ἐς τὴν κεφαλὴν ἐνσκῆψαν D.C.53.29.5, ὁκόσα κύστει καὶ νεφροῖσι ἐνσκήπτει Aret.SD 2.2.5, νόσον ἐνσκήπτειν τοῖς ἀνθρώποις Ael.NA 14.27, cf. Alex.Aphr.Pr.1.40, Lyd.Ost.11, διὰ τὸ παχὺ ... τοῦ ἐνσκήπτοντος αὐτοῖς χυμοῦ Paul.Aeg.3.78.24, c. adv. ἔνδον ἐνσκήπτει ... τὸ κακόν Aret.CD 2.13.1
•fig. de emociones y sentimientos ἐνσκήπτει γὰρ ὁ μῶμος οὐ κατὰ τῶν ὑπαιτίων μόνον pues recae la infamia no sólo sobre los acusados Agatharch.18.4, εἰς ἁλιέα δύστηνον ... Ἔρως ἐνέσκηψε Alciphr.1.16.2, cf. Hld.3.17.3, φόβος ἐνέσκηψε τοῖς τῆς διανοίας κόλποις Basil.Ep.45.1.
German (Pape)
[Seite 852] ep. ἐνισκήπτω, darauf stämmen, schlagen, schleudern; ὁ θεὸς ἐνέσκηψε τὸ βέλος, der Gott schleuderte den Blitz darein, der Blitz schlug ein, Her. 4, 79; νόσον τινί, Einem eine Krankheit an den Hals werfen, 1, 105; – intrauf »hineinbrechen, sich worauf werfen, ἐνέσκηψαν οἱ λίθοι εἰς τὸ τέμενος Her. 8, 39; ὁ κεραυνὸς ἐνσκήπτει εἰς τὸν βωμόν Plut. Aemil. 24; a. Sp.; von Krankheiten, befallen, νόσημα ἐς τὴν κεφαλὴν ἐνσκῆψαν D. Cass. 53, 29; τινί, Nic. Th. 23; Ael. H. A. 14, 27 u. a. Sp.; λιμοῦ ἐνσκήψαντος Schol. Ar. Plut. 1055.
French (Bailly abrégé)
1 lancer : τί τινι qch sur qqn, frapper qqn de qch;
2 intr. fondre sur, tomber sur, avec un suj. de chose (pierre, foudre, maladie, etc.) : εἴς τι, τινί sur qch, sur qqn.
Étymologie: ἐν, σκήπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνσκήπτω:
1 метать, бросать (τὸ βέλος Her.);
2 насылать (νοῦσόν τινι Her.; μανίαν τινί Plut.);
3 падать, обрушиваться (λίθοι ἐς τὸ τέμενος ἐνέσκηψαν Her.; κεραυνὸς ἐνσκήψας εἰς τὸν βωμόν Plut.): ἐν οἷς ἂν ἐνσκήψῃ ἡ ἶρις Arst. (место) по которому проходит радуга.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνσκήπτω: Ἐπικ. ἐνισκήπτω, ῥίπτω, ἐξακοντίζω τι κατά τινος, ἐς ταύτην ὁ θεὸς ἐνέσκηψε τὸ βέλος, ἔρριψε τὸν κεραυνόν, Ἡρόδ. 4. 79· τούτων ἐκγόνοισι ἐνέσκηψε ἡ θεός... νοῦσον, ἔπεμψε νόσον, incutiit illis morbum, ὁ αὐτ. 1. 105· ἐνισκ. ἰὸν Νικ. Θηρ. 140. ΙΙ. ἀμεταβ., πίπτω ἐπάνω εἴς τι ἢ ἐντός τινος, ἐμπίπτω, ἐνέσκηψαν οἱ λίθοι εἰς τὸ τέμενος Ἡρόδ. 8. 39· ἐν δ’ ὁ... θεὸς σκήψας (τμῆσις) Σοφ. Ο. Τ. 27· κεραυνὸς ἐνσκήψας εἰς τὸν βωμὸν Πλουτ. Αἰμίλ. 24· - ὡσαύτως, ἐνσκ. τινί, ἰδίως ἐπὶ νόσων, Νικ. Θηρ. 336, Αἰλ. π. Ζ. 14. 27· ἐπὶ ἔρωτος, εἴς τινα Ἀλκίφρων 1. 13· πρβλ. ἐνσκίμπτω.
Greek Monolingual
(AM ἐνσκήπτω, Α και επικ. τ. ἐνισκήπτω) σκήπτω
1. πέφτω ξαφνικά, ορμητικά
2. (για αρρώστια) προσβάλλω ξαφνικά μεγάλο αριθμό ατόμων («ενέσκηψε επιδημία»)
αρχ.
1. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω
2. παρουσιάζομαι ξαφνικά σαν κακό.
Greek Monotonic
ἐνσκήπτω: μέλ. -ψω,
I. εκσφενδονίζω, εξακοντίζω προς ή πάνω, τί τινι, σε Ηρόδ.
II. αμτβ., ρίχνω μέσα σε ή πάνω σε, στον ίδ., σε Σοφ.
Middle Liddell
fut. ψω
I. to hurl, dart in or upon, τί τινι Hdt.
II. intr. to fall in or on, Hdt., Soph.
Mantoulidis Etymological
(=ρίχνω, ἐξακοντίζω, πέφτω πάνω σέ κάτι). Σύνθετο ἀπό τό ἐν + σκήπτω (=στηρίζω, ὁρμῶ). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα σκήπτω.