ητος, ἡ, (ἀθρόος)
A a being massed together, collectivity, κατὰ -ότητα, opp. κατὰ μέρη, Epicur.Ep.2p.49U.
[Seite 48] ἡ, Gesammtheit, D. L. 10, 106.
ἀθροότης: -ητος, ἡ, (ἀθρόος), τὸ εἶναι ὁμοῦ συμπεπυκνωμένους, Διογ. Λ. 10, 106.