διετηρίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ, (διετής)
A space of two years, LXX 2 Ki.13.23, IGRom.4.850 (Laodicea ad Lycum).
Greek (Liddell-Scott)
διετηρίς: -ίδος, ἡ, (διετὴς) διάστημα δύο ἐτῶν, Ἑβδ. (2 Βασιλ. ιγ΄, 23).
ίδος, ἡ, (διετής)
A space of two years, LXX 2 Ki.13.23, IGRom.4.850 (Laodicea ad Lycum).
διετηρίς: -ίδος, ἡ, (διετὴς) διάστημα δύο ἐτῶν, Ἑβδ. (2 Βασιλ. ιγ΄, 23).