μελάμπυρον

Revision as of 09:45, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

English (LSJ)

τό,

   A ball-mustard, Neslia paniculata, Thphr.HP8.4.6, Gal.6.552 (also μελάμ-πῡρος, ὁ, Thphr.HP8.8.3).    II = μύαγρον, Dsc.4.116.

German (Pape)

[Seite 118] τό, schwarzer Weizen, ein Unkraut im Weizen, Theophr., Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

μελάμπῡρον: τό, melampyrum, ζιζάνιόν τι φυόμενον μεταξὺ τοῦ σίτου, «μαυροσίταρον», Γαλλιστὶ blé de vache, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 6˙ - πῡρος, ὁ, αὐτόθι 8. 8, 3.