μελάμπυρον
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
τό,
A ball-mustard, Neslia paniculata, Thphr. HP 8.4.6, Gal.6.552 (also μελάμπυρος, ὁ, Thphr. HP 8.8.3).
II = μύαγρον, Dsc.4.116.
German (Pape)
[Seite 118] τό, schwarzer Weizen, ein Unkraut im Weizen, Theophr., Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
μελάμπῡρον: τό, melampyrum, ζιζάνιόν τι φυόμενον μεταξὺ τοῦ σίτου, «μαυροσίταρον», Γαλλιστὶ blé de vache, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 6· - πῡρος, ὁ, αὐτόθι 8. 8, 3.