δικαιολογέομαι
English (LSJ)
fut.
A -ήσομαι Plb.4.3.12: aor. ἐδικαιολογησάμην Luc.Prom.4, or Pass. ἐδικαιολογήθην Plb.31.12.8: —plead one's cause before the judge, come to issue with a person, abs., Aeschin.2.21; περί τινος Lys.Fr.34; πρός τινα Hyp.Eux.20, Plb.4.3.12, D.Chr.48.10: metaph., Iamb.Myst.3.19. 2 remonstrate, Luc. Alex.55. II later in Act., δ. ὑπὲρ τῆς πόλεως Inscr.Prien.111.126 (i B. C.), cf. 108.105; οἱ δικαιολογοῦντες advocates, Luc.Tim.11, cf. Apol.12.
German (Pape)
[Seite 626] seine Gerechtsame anführen, vertheidigen, übh. mit Einem rechten; περί τινος, Lys. frg. bei Ath. ν, 209 f; absolut, Aesch. 2, 21; πρός τινα, Pol. 4, 3, 12; τινὶ ὑπέρ τινος, Luc. Prom. 4. – Sp. auch im act., wie Luc. Tim. 11, οἱ δικαιολογοῦντες. die Sachwalter.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαιολογέομαι: μέλλ. -ήσομαι Πολύβ. 4. 3, 12· ἀόρ. ἐδικαιολογησάμην Λουκ. Προμ. 4, ἢ παθ. ἐδικαιολογήθην Πολύβ. 31. 20, 8· ἀποθ.· -ὑπερασπίζω ἐμαυτὸν ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, δικάζομαι πρός τινα, Αἰσχίν. 31. 2· περί τινος Λυσ. Ἀποσπ. 18· πρός τινα Ὑπερείδ. Εὐξεν. 32, Πολύβ., κτλ. ΙΙ. ἐν τῷ ἐνεργ., οἱ δικαιολογοῦντες, οἱ δικηγόροι, Λουκ. Τίμ. 11, πρβλ. Ἀπολ. 12.