ον,
A of sordid life, Vett.Val.16.22.
[Seite 852] schmutzig lebend, Sp.
ῥῠπᾰρόβιος: -ον, ὁ διάγων ῥυπαρὸν βίον, ἀγενής, πρόστυχος, Κ. Μανασσ. Χρον. 1995, 5289.