σπόρθυγγες

Revision as of 09:46, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

English (LSJ)

αἱ συνεστραμμέναι μετὰ ῥύπου τρίχες, Hsch. σπορθύγγια· τρίβολα, τὰ διαχωρήματα τῶν αἰγῶν, ἅ τινες σπυράδας καλοῦσιν, Id.

Greek (Liddell-Scott)

σπόρθυγγες: «αἱ συνεστραμμέναι μετὰ ῥύπου τρίχες» Ἡσύχ.