σπόρθυγγες

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπόρθυγγες Medium diacritics: σπόρθυγγες Low diacritics: σπόρθυγγες Capitals: ΣΠΟΡΘΥΓΓΕΣ
Transliteration A: spórthynges Transliteration B: sporthynges Transliteration C: sporthygges Beta Code: spo/rqugges

English (LSJ)

αἱ συνεστραμμέναι μετὰ ῥύπου τρίχες, Hsch. σπορθύγγια· τρίβολα, τὰ διαχωρήματα τῶν αἰγῶν, ἅ τινες σπυράδας καλοῦσιν, Id.

Greek (Liddell-Scott)

σπόρθυγγες: «αἱ συνεστραμμέναι μετὰ ῥύπου τρίχες» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «αἱ συνεστραμμέναι μετὰ ῥύπου τρίχες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σπύραθος.

Frisk Etymological English

See also: s. σπύραθοι