ιδος, ἡ, (πίμπρημι) Adj.
A burning ships, EM 598.43.
[Seite 232] ἡ, die Schiffe anzündend, verbrennend, E. M. 598, 43.
ναύπρηστις: -ιδος, ἡ, (πίμπρημι) ἡ καίουσα πλοῖα, Ἐτυμ. Μέγ. 508. 43.