[Seite 826] dem Irren ausgesetzt, sündhaft, Sp.
ἐνᾰμάρτητος: ον (ἁμαρτάνω) ὁ ὑποκείμενος εἰς ἁμαρτίαν, ἔκπτωτος, Ἰσίδ. Πηλουσ. Ἐπιστ. 194, σ. 57.