ἐναμάρτητος

From LSJ

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source

German (Pape)

[Seite 826] dem Irren ausgesetzt, sündhaft, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνᾰμάρτητος: ον (ἁμαρτάνω) ὁ ὑποκείμενος εἰς ἁμαρτίαν, ἔκπτωτος, Ἰσίδ. Πηλουσ. Ἐπιστ. 194, σ. 57.

Spanish (DGE)

-ον
propenso al pecado, pecaminoso φύσις Isid.Pel.Ep.M.78.305C, ἡδονή Phot.Bibl.512a23.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐναμάρτητος, -ον) ο γεμάτος αμαρτίες, αυτός που υπόκειται σε αμαρτίες, αμαρτωλός, κολασμένος.