ές, (γλάγος)
A full of milk, Il.16.642.
[Seite 571] ές, voll Milch, Il. 16, 642, πέλλαι.
περιγλᾰγής: -ές, (γλάγος) πλήρης γάλακτος, περιγλαγέας κατὰ πέλλας Ἰλ. Π. 642.