[Seite 241] υγος, = νεόζυγος, γυναῖκες, neu vermählt, Ap. Rh. 4, 1191.
νεόζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, = νεοζυγής, πῶλος Εὐρ. Ἀποσπ. 818· - ὁ νεωστὶ ὑπὸ τὸν ζυγὸν τοῦ γάμου ἐλθών, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1191.