νεόζυξ
From LSJ
English (LSJ)
-υγος, ὁ, ἡ, = νεόζυγος, πῶλος E. Fr. 821. metaph, newly-married, ARh. 4.1191.
German (Pape)
[Seite 241] υγος, = νεόζυγος, γυναῖκες, neu vermählt, Ap. Rh. 4, 1191.
Russian (Dvoretsky)
νεόζυξ: ῠγος adj. Eur. = νεοζυγής.
Greek (Liddell-Scott)
νεόζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, = νεοζυγής, πῶλος Εὐρ. Ἀποσπ. 818· - ὁ νεωστὶ ὑπὸ τὸν ζυγὸν τοῦ γάμου ἐλθών, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1191.
Greek Monolingual
νεόζυξ, ὁ και ἡ (Α)
νεοζυγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ζυξ (< ζεύγνυμι), πρβλ. μονόζυξ].