ον, gen. ονος, (φρήν)
A steadfast of mind, Phalar.Ep.37.2.
[Seite 811] ον, festes Verstandes, Sinnes, Phalar. en. 115.
ἐμπεδόφρων: -ον, (φρὴν) ὁ ἔχων ἐμπέδους φρένας, σταθερὸν φρόνημα, Φαλάρ. Ἐπιστ. 115.