Att. ἀφαιμάττω,
A draw blood, of leeches, Sor.2.11; bleed, Hippiatr.69.
[Seite 406] zur Ader lassen, Hippocr.
ἀφαιμάσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, ἀφαιρῶ αἷμα, φλεβοτομῶ, Βυζ.