ιδος, ὁ, ἡ,
A anxious, Them.Or.18.219b, Sch.Od.13.421.
[Seite 820] ιδος, in Sorge, Sp.; Schol. Od. 13, 421 erkl. so ἐνθύμιος, vgl. Lob. Phryn. 514.
ἔμφροντις: -ιδος, ὁ, ἡ, πλήρης φροντίδων, ἀνήσυχος, Θεμίστ. 219Β.