ον,
A reddish, Arist.Phgn.807b32, Thphr.HP4.10.4, PLond.3.1207.17 (i B.C.), Poll.5.68.
ἐπίπυρρος: -ον, πυρρὸς κατά τι, ἐπίπυρρος τὸ σῶμα Ἀριστ. Φυσιογν. 13, 5, Θεοφρ. π. τὰ Φ. Ἱστ. 4. 10, 4.