ἐπίπυρρος
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
English (LSJ)
ἐπίπυρρον, reddish, Arist.Phgn.807b32, Thphr. HP 4.10.4, PLond.3.1207.17 (i B.C.), Poll.5.68.
German (Pape)
rötlich, Arist. phys. und Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίπυρρος: красноватый Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπυρρος: -ον, πυρρὸς κατά τι, ἐπίπυρρος τὸ σῶμα Ἀριστ. Φυσιογν. 13, 5, Θεοφρ. π. τὰ Φ. Ἱστ. 4. 10, 4.
Greek Monolingual
ἐπίπυρρος, -ον (Α) πυρρός
υπέρυθρος, κοκκινωπός.