δεκτέος
English (LSJ)
α, ον, (δέχομαι)
A to be received, Luc.Herm.74. II δεκτέον, one must take or understand, Str.10.2.22, Sch.Th.Oxy. 853 vii 9.
Greek (Liddell-Scott)
δεκτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ δέχομαι, ὃν πρέπει νὰ δεχθῇ τις, Λουκ. Ἑρμοτ. 74. ΙΙ. δεκτέον, πρέπει τις νὰ λάβῃ ἢ ἐννοήσῃ, Στράβ. 460.