δεκτέος
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
α, ον, (δέχομαι)
A to be received, Luc.Herm.74.
II δεκτέον, one must take or understand, Str.10.2.22, Sch.Th.Oxy. 853 vii 9.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que puede ser aceptado, aceptable, ἀρχή Luc.Herm.74, δεκτέα γὰρ ταῦτα τῷ Θεῷ Ath.Al.M.26.1249B.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu'on peut ou qu'il faut recevoir.
Étymologie: adj. verb. de δέχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεκτέος -α -ον, adj. verb. van δέχομαι, die aangenomen moet worden.
Russian (Dvoretsky)
δεκτέος: adj. verb. к δέχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
δεκτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ δέχομαι, ὃν πρέπει νὰ δεχθῇ τις, Λουκ. Ἑρμοτ. 74. ΙΙ. δεκτέον, πρέπει τις νὰ λάβῃ ἢ ἐννοήσῃ, Στράβ. 460.
Greek Monotonic
δεκτέος: -α, -ον, ρημ. επιθ. του δέχομαι, αυτός που πρέπει να γίνει δεκτός, αποδεκτός, σε Λουκ.