ἀνθρωποπρεπής
German (Pape)
[Seite 235] ές, für Menschen schicklich, anständig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωποπρεπής: -ές, ὡς πρέπει ἢ ἁρμόζει εἰς ἄνθρωπον, Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. -πῶς, Ἐκκλ.
[Seite 235] ές, für Menschen schicklich, anständig, Sp.
ἀνθρωποπρεπής: -ές, ὡς πρέπει ἢ ἁρμόζει εἰς ἄνθρωπον, Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. -πῶς, Ἐκκλ.