διακριτικότης
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A power of discrimination, Procl. in Prm.p.793S.
Greek (Liddell-Scott)
διακριτικότης: -ητος, ἡ, ἡ δεξιότης τοῦ διακρίνειν, Πρόκλ. Παρμ. σ. 793 (Stallb.).
ητος, ἡ,
A power of discrimination, Procl. in Prm.p.793S.
διακριτικότης: -ητος, ἡ, ἡ δεξιότης τοῦ διακρίνειν, Πρόκλ. Παρμ. σ. 793 (Stallb.).