ἡ,
A drowsiness, Com.Adesp.344 (pl.).
[Seite 38] ἡ, = λήθαργος 2, Sp.
ληθαργία: ἡ, (λήθαργος) ὕπνος βαθὺς μετ’ ἀναισθησίας, Γαλην.