ον, (γενέσθαι)
A oak-grown, ὄρη Ar.Th.114.
[Seite 669] Eichen hervorbringend; ὄρη, Ar. Thesmoph. 114.
δρυογόνος: -ον, ὁ παράγων δρῦς, κεκαλυμμένος μὲ δρῦς, ὄρη Ἀριστοφ. Θεσμ. 114.