εως, ἡ, (ἀμέλγω)
A milking, Pi.Fr.106, LXX Jb.20.17.
[Seite 121] ἡ, das Melken, Pind. frg. 73.
ἄμελξις: -εως, ἡ, (ἀμέλγω) «ἄρμεγμα», Πινδ. Ἀποσπ. 73, Ἑβδ. (Ἰὼβ κ΄, 17).