ὁ,
A shortsighted person, Poll.2.61, Paul.Aeg.3.22.
[Seite 224] ὁ, = μύωψ, sp. Medic.
μυωπίας: ὁ, = μύωψ, Παῦλ. Αἰγιν. 3. 22· ὡς ἐπίθ., ὀφθαλμὸς μ. Πολυδ. Β΄, 61.