μυωπίας
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
English (LSJ)
ὁ, shortsighted person, Poll.2.61, Paul.Aeg.3.22.
German (Pape)
[Seite 224] ὁ, = μύωψ, sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
μυωπίας: ὁ, = μύωψ, Παῦλ. Αἰγιν. 3. 22· ὡς ἐπίθ., ὀφθαλμὸς μ. Πολυδ. Β΄, 61.
Greek Monolingual
μυωπίας, ὁ (ΑΜ)
μύωπας, κοντόφθαλμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύωψ, -ωπος (Ι) + κατάλ. -ίας (πρβλ. οξυωπίας)].